Γράφει ο Γιώργος Χ
Οι Ευρωπαίοι βιώνουν μια απότομη αφύπνιση, καθώς το γεωπολιτικό περιβάλλον που τους εξασφάλιζε ασφάλεια και οικονομική ευμάρεια έχει καταρρεύσει.
Η οικονομική φούσκα των Σημίτη - Σρέντερ - Σιράκ των δεκαετών 1990 - 2000 έχει καταρρεύσει.
Αυτή την κατάρρευση την έχουν χαρακτηρίσει "ενεργειακή κρίση" και "εμπορικό πόλεμο".
Όμως δεν είναι τίποτα άλλο από την προπολεμική φάση του Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Η αμερικανική προστασία, που για δεκαετίες λειτουργούσε ως «ασπίδα», έχει ουσιαστικά αποσυρθεί. Η πρόσβαση σε οικονομικές πηγές ενέργειας (πετρέλαιο, φυσικό αέριο κτλ) από τη Ρωσία έχει χαθεί, ενώ μέσω των δασμών Τράμπ αυξάνονται οι πιέσεις για περιορισμό των σχέσεων με την τεράστια αγορά της Κίνας.
Παράλληλα, οι ΗΠΑ φαίνεται να προχωρούν σε μονομερείς διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία, όχι μόνο για να τερματιστεί ο πόλεμος στην Ουκρανία, αλλά και για να διαμορφωθεί μια νέα δομή ασφάλειας στην Ευρώπη, που παραπέμπει σε μια σύγχρονη εκδοχή ιστορικών συμφωνιών.
Αυτή η εξέλιξη δεν θα έπρεπε να προκαλεί έκπληξη. Αντιθέτως γεωστρατηγικά και ιστορικά ήταν πλήρως αναμενόμενη για τους προσεκτικούς παρατηρητές.
Η αμερικανική ηγεσία έχει στρέψει το βλέμμα της στην αντιμετώπιση της ανερχόμενης ισχύος της Κίνας.
Για πρώτη φορά, οι ΗΠΑ βρίσκονται αντιμέτωπες με έναν αντίπαλο που τις έχει ξεπεράσει σε οικονομική δύναμη, με βάση την αγοραστική ισχύ. Επιπλέον, παρατηρούν ότι το οικονομικό και πληθυσμιακό κέντρο του κόσμου έχει μετακινηθεί στην Ασία, όπου ζει το 60% του παγκόσμιου πληθυσμού και συγκεντρώνεται το 54% του πλανητικού πλούτου.
Αντίθετα, η οικονομική επιρροή της Ευρώπης έχει περιοριστεί στο 17%, ενώ η ήπειρος αντιμετωπίζει δημογραφική συρρίκνωση και σημαντική μελλοντική πληθυσμιακή και πολιτισμική αλλοίωση μέσω ισλαμικών μεταναστευτικών πληθυσμών που δεν ενσωματώνονται.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία ώθησε τη Ρωσία σε στενή συνεργασία με την Κίνα, σχηματίζοντας έναν άξονα που αντιτάσσεται στις ΗΠΑ, βασισμένος στη λογική ότι ο κοινός εχθρός ενώνει αλλά και οι γενικότερες "κοινές ανάγκες".
Η Κίνα μέσω συμφωνιών για αγωγούς κι άλλες συμφωνίες εξασφάλισε πρόσβαση σε φθηνή ενέργεια από τη Ρωσία και σταθεροποίησε τα χερσαία σύνορά της, γεγονός που της επέτρεψε να επικεντρωθεί στη θαλάσσια επέκταση, αμφισβητώντας την κυριαρχία των ΗΠΑ στους ωκεανούς και επιταχύνοντας ακόμα περισσότερο το ναυπηγικό της πρόγραμμα.
Ενώ ο πρώτος Ψυχρός Πόλεμος επικεντρωνόταν στη στεριά, ο σημερινός ανταγωνισμός έχει μετατοπιστεί στη θάλασσα, με περιοχές όπως ο Ινδικός Ωκεανός, η Νότια Σινική Θάλασσα και η Αρκτική να βρίσκονται στο επίκεντρο.
Αν η Κίνα εδραιώσει την κυριαρχία της στη Νοτιοανατολική Ασία και τις γύρω θαλάσσιες περιοχές, θα αποκτήσει τη βάση για να αμφισβητήσει την παγκόσμια ηγεμονία των ΗΠΑ.
Για τις ΗΠΑ, η στρατηγική είναι ξεκάθαρη:
Πρέπει να περιορίσουν την επιρροή της Κίνας και να αποδυναμώσουν τη συνεργασία Πεκίνου - Μόσχας, όπως έκαναν τη δεκαετία του 1970 με Υπουργό Εξωτερικών τον Χένρυ Κίσινγκερ, όταν προσέγγισαν την Κίνα για να απομονώσουν τη Σοβιετική Ένωση.
Σε αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση Τραμπ επιδιώκει τη λήξη του πολέμου στην Ουκρανία ως προϋπόθεση για να προσεγγίσει τη Ρωσία. Η Δύση δεν διαθέτει πλέον ρεαλιστικό σχέδιο για νίκη σε αυτόν τον πόλεμο. Οι κυρώσεις δεν απέδωσαν, και οι ουκρανικές δυνάμεις, παρά την εκτεταμένη υποστήριξη, δεν μπορούν να υπερνικήσουν τη Ρωσία, ενώ κινδυνεύουν με κατάρρευση.
Η λήξη του πολέμου απαιτεί αποδοχή της de facto πραγματικότητας:
Η Ουκρανία δεν μπορεί να ανακτήσει τα εδάφη που έχασε ούτε να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ. Αυτή η ρεαλιστική προσέγγιση έχει εξοργίσει τους Ευρωπαίους, οι οποίοι, ωστόσο, δεν προτείνουν εφικτή εναλλακτική. Η παράταση του πολέμου με κίνδυνο διάλυσης της ουκρανικής αντίστασης δεν είναι βιώσιμη επιλογή. Αν οι ΗΠΑ καταφέρουν να διαπραγματευτούν τον τερματισμό του πολέμου—με βάση την τρέχουσα εδαφική κατάσταση, την ουδετερότητα της Ουκρανίας, εγγυήσεις ασφάλειας και την άρση κυρώσεων—θα επιχειρήσουν να προσεγγίσουν τη Ρωσία.
Αυτός είναι σε γενικές γραμμές ο σχεδιασμός της κυβέρνησης Τράμπ ωστόσο υπάρχουν δύο (2) βασικά εμπόδια):
1) Η αποδοχή των de facto γεγονότων ακόμα και με υποσημείωση ότι δεν γίνονται αποδεκτά de jure, δημιουργεί τετελεσμένο της αλλαγής συνόρων κάτι που η Δύση διαχρονικά υπερασπίζεται.
2) Η Ρωσία θα νιώσει ισχυρή με τις αναθεωρητικές τάσεις της που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τελικά θα γίνουν αποδεκτές με την Ουκρανία να χάνει το 20% των εδαφών της ακόμα κι αν στο χαρτί σημειωθεί ότι de jure δεν πρόκειται ποτέ να γίνει αποδεκτή αυτή η πραγματικότητα.
3) Η αποκατάσταση των σχέσεων ΗΠΑ - Ρωσίας θα είναι δύσκολη, καθώς η Ρωσία δεν φαίνεται διατεθειμένη να παραμένει για πολύ «υποτελής» της Κίνας αλλά αντιθέτως ενθαρρυμένη από μια τέτοια νικηφόρα εξέλιξη στο Ουκρανικό θα συνεχίσει αναθεωρητικές της τάσεις ενδεχομένων στη Μολδαβία και στις τρείς μικρές χώρες της Βαλτικής δηλαδή Εσθονία, Λετονία και Λιθουανία.
Με το παγκόσμιο κέντρο βάρους να έχει μετακινηθεί στην Ασία, είναι φυσικό οι ΗΠΑ να επιθυμούν να μειώσουν τις δεσμεύσεις τους στην Ευρώπη. Αυτό δεν θα έπρεπε να αιφνιδιάζει την Ευρώπη. Η Ρωσία, παρά τις ανησυχίες ορισμένων ανατολικών χωρών, δεν αποτελεί άμεση απειλή. Βρίσκεται σε μακροχρόνια παρακμή, με περιορισμένη οικονομική, δημογραφική και τεχνολογική ισχύ. Από μόνη της δεν μπορεί να απειλήσει με μαζική εισβολή τις Ευρωπαϊκές χώρες του ΝΑΤΟΙ.
Μετά από τρία (3) χρόνια πολέμου, δεν κατάφερε να κυριαρχήσει επί της Ουκρανίας, ενώ η κατάληψη τμήματος του ουκρανικού εδάφους με τεράστιο κόστος δεν αποτελεί επιτυχία. Αντιθέτως, τμήματα(έστω και μικρά) της Ρωσίας τελούν υπό ουκρανική κατοχή.
Η Ευρώπη έχει τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει μόνη της οποιαδήποτε ρωσική απειλή. Ο συνδυασμένος πλούτος της ΕΕ και του Ηνωμένου Βασιλείου είναι δεκαπλάσιος από αυτόν της Ρωσίας, ενώ ο πληθυσμός της υπερτερεί σημαντικά. Επιπλέον, η Γαλλία και η Βρετανία διαθέτουν πυρηνικά όπλα, και η Γερμανία θα μπορούσε να τα αποκτήσει γρήγορα αν χρειαστεί. Με συντονισμένες προσπάθειες, η Ευρώπη μπορεί να ενισχύσει την άμυνά της με δαπάνες της τάξης του 2,5% του ΑΕΠ, αντί για το 5% που απαιτεί ο Τραμπ, καλύπτοντας το κενό από την πιθανή αποχώρηση των ΗΠΑ.
Η απαίτηση του Τραμπ για υπέρογκες αμυντικές δαπάνες δεν σχετίζεται με τη Ρωσία, αλλά με την επιθυμία των ΗΠΑ να εμπλέξουν την Ευρώπη στην αντιμετώπιση της Κίνας στην Ασία—ένα σχέδιο που δεν εξυπηρετεί τα ευρωπαϊκά συμφέροντα. Ωστόσο, οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις προσφέρουν ευκαιρίες.
Η τυχόν λήξη του πολέμου στην Ουκρανία θα μπορούσε να αποκαταστήσει την πρόσβαση σε προσιτή ρωσική ενέργεια, ενισχύοντας την ευρωπαϊκή οικονομία. Επιπλέον, αν οι ΗΠΑ συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν την Ευρώπη ως υποτελή, επιβάλλοντας δασμούς και αγνοώντας τα συμφέροντά της, οι Ευρωπαίοι θα μπορούσαν να ενισχύσουν τις οικονομικές τους σχέσεις με την Κίνα. Έτσι, αντί να απομονωθεί η Κίνα, οι ΗΠΑ κινδυνεύουν να περιθωριοποιηθούν.
Για να αξιοποιήσει αυτές τις δυνατότητες, η Ευρώπη πρέπει να υπερβεί τα προβλήματα συνεργασίας που την εμποδίζουν.
Η γραφειοκρατία των Βρυξελλών δεν μπορεί να ηγηθεί αυτής της προσπάθειας. Οι μεγάλες δυνάμεις (Γαλλία, Γερμανία και Ηνωμένο Βασίλειο) θα πρέπει να αναλάβουν πρωτοβουλία, εφόσον καταφέρουν να συνεργαστούν.
Παραδόξως, η πίεση από τις ΗΠΑ ίσως ωθήσει την Ευρώπη να σχηματίσει μια πιο αυτόνομη και ισχυρή συμμαχία, ικανή να διεκδικήσει τη θέση της στη διεθνή σκηνή αυτό όμως φαντάζει και πάλι πολύ εξαιρετικά δύσκολο εκτός πλαισίου ΝΑΤΟ.
Παρά τις ελπίδες των ΗΠΑ για αποδυνάμωση της σχέσης Ρωσίας-Κίνας, η συνεργασία αυτών των 2 χωρών είναι στρατηγικός μονόδρομος και για τις δύο.
Όλες αυτές οι καταστάσεις λοιπόν οδηγούν με μαθηματική βεβαιότητα στον Τρίτο Παγκόσμιο πόλεμο πριν Ρωσία και Κίνα περιθωριοποιήσουν τις ΗΠΑ. Η Ευρώπη για ακόμα μια φορά στην ιστορία της θα χρειαστεί να επιλέξει και φυσικά θα επιλέξει Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Δεν μπορεί να υπάρξει ΗΠΑ χωρίς Ευρώπη και Ευρώπη χωρίς ΗΠΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου